-
1 ἰατρεύω
Aἰήτρευκα Hp.Art.46
: ([etym.] ἰατρός):—treat medically, cure,ἕκαστα Id.Acut.2
;οὐδὲν ἰ. τῆς λύπης Phld.Mus.p.69K.
; τινα Hp.Art. l.c., Pl.Lg. 857d, al.:— [voice] Pass., to be under medical care, Id.R. 357c, Grg. 478bsq., al.; to be cured, IG14.2283 ([place name] Bononia).2 abs., practise medicine, Hp.Art. 72; τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Arist.Pol. 1281b40.II metaph., remedy, correct, Id.PA 665a8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεύω
См. также в других словарях:
ιατρεύω — (ΑΜ ἰατρεύω) [ιατρός] 1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», Πλάτ.) 2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.) αρχ. 1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς… … Dictionary of Greek